- ξαγκίστρωμα
- τό1) снимание с крючка (рыбы); 2) снятие с якоря, поднятие якоря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαγκίστρωμα — το [ξαγκιστρώνω] 1. η απαλλαγή από το άγκιστρο, απαγκίστρωση 2. (σχετικά με άγκυρα) ανάσπαση, ξεγάντζωμα 3. μτφ. το να γλιτώνει, να ξεφεύγει κάποιος από δύσκολη περίσταση … Dictionary of Greek
ξαγκίστρωμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξαγκιστρώνω, το βγάλσιμο από το αγκίστρι, απαγκίστρωση. 2. για άγκυρα, το τράβηγμα της άγκυρας επάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγκίστρωση — η 1. απαλλαγή από αγκίστρι, ξαγκίστρωμα 2. απελευθέρωση, απαλλαγή από δυσκολία ή ανεπιθύμητη σχέση 3. διακοπή της επαφής με τον εχθρό στα πλαίσια τακτικού υποχωρητικού ελιγμού … Dictionary of Greek